μνημονευτική

μνημονευτική
μνημονευτικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μνημονευτικός — ή, ό (ΑΜ μνημονευτικός, ή, όν) [μνημονευτός] αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική (ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • MEMORIAE Ars — Μνημονευτικὴ Graecis dicta, Locorum imaginumque doctrina Vossio, inventa a Simenide Melico, consummata est a Metrodoro Scepsio, Plin. l. 7. c. 24. vide supra Charmadas, ut et voce Metrodorus; recentiori aevô instaurata a Raymundo Lullo, cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • μνημοτεχνικός — ή, ό [μνημοτέχνης) 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή στην υπενθύμιση, αλλ. μνημονικός («μνημοτεχνική λέξη») 2. το θηλ. ως ουσ.) η μνημοτεχνική η τέχνη τής ενίσχυσης της μνήμης με διάφορα μέσα, μνημονευτική, μνημονική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”